- ὀροφαῖς
- ὀροφήroof of a housefem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σίμαι — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. «τῆς κιθάρας τὰ ἄκρα καὶ ἐν ταῑς ὀροφαῑς θέσεις τινές» 2. «τὰ ἄκρα τῆς λύρας». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. σιμός*] … Dictionary of Greek